Resistência στα ελληνικά

Μετάφραση: resistência, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντίσταση, αντοχή, αντίστασης, αντοχής, ανθεκτικότητα
Resistência στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • resistente στα ελληνικά - κριθαράκι, χαλάζιο, ρωμαλέος, ανθεκτικός, γερός, χοιροστάσιο, ανθεκτικά, ...
  • resistir στα ελληνικά - εχθρός, μάρτυρας, υπομένω, αντοχή, αντίσταση, αντέχω, μαρτυρώ, ...
  • resolução στα ελληνικά - λύνω, κήρυξη, αποφασίζω, διευθετώ, ψήφισμα, ανάλυση, ψηφίσματος, ...
  • resolver στα ελληνικά - αποφασίζω, λύνω, λύσει, επίλυση, να λύσει, την επίλυση, λύσουν
Τυχαίες λέξεις
Resistência στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντίσταση, αντοχή, αντίστασης, αντοχής, ανθεκτικότητα