Απείθεια στα πορτογαλικά
Μετάφραση: απείθεια, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desobediência, a desobediência, da desobediência, de desobediência
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απείθεια
απείθεια υπαλλήλου, απείθεια πκ, απείθεια κατά της αρχής, απείθεια μάρτυρα, απείθεια πταισμα, απείθεια λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απείθεια στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- απατεώνας στα πορτογαλικά - trafulha, trapaceiro, curva, bandido, cajado
- απατηλός στα πορτογαλικά - ilusório, colorível, plausível, tingível
- απεγνωσμένος στα πορτογαλικά - desespero, desesperar, desesperado, desesperada, desesperados, desesperadamente, desesperadas
- απεικονίζω στα πορτογαλικά - descreva, dependente, descrever, retratar, retratam, retrata, representar, ...
Τυχαίες λέξεις
Απείθεια στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: desobediência, a desobediência, da desobediência, de desobediência
Μεταφράσεις: desobediência, a desobediência, da desobediência, de desobediência