Αποκλεισμός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αποκλεισμός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
proibições, exclusão, a exclusão, de exclusão, da exclusão, à exclusão
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποκλεισμός
αποκλεισμός αριστερού σκέλους, αποκλεισμός στα αγγλικά, αποκλεισμός αναδυόμενων παραθύρων, αποκλεισμός ιστοσελίδας, αποκλεισμός συνώνυμα, αποκλεισμός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αποκλεισμός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αποκλίνω στα πορτογαλικά - divergir, divergem, diverge, divergentes, afastar
- αποκλείω στα πορτογαλικά - eliminar, desqualificar, afastar, undécima, liquidar, exaltamento, exclua, ...
- αποκλειστικά στα πορτογαλικά - único, linguado, sozinho, isolado, unicamente, só, exclusivamente, ...
- αποκλειστικός στα πορτογαλικά - excluir, exclusivo, exclua, exclusive, exclusiva, exclusivos, exclusivas
Τυχαίες λέξεις
Αποκλεισμός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: proibições, exclusão, a exclusão, de exclusão, da exclusão, à exclusão
Μεταφράσεις: proibições, exclusão, a exclusão, de exclusão, da exclusão, à exclusão