Αποκλεισμός στα ολλανδικά

Μετάφραση: αποκλεισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verbieden, verbod, uitsluiting, uitzondering, uitgesloten, uitsluiting te, uitsluiten
Αποκλεισμός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποκλεισμός

αποκλεισμός αριστερού σκέλους, αποκλεισμός στα αγγλικά, αποκλεισμός αναδυόμενων παραθύρων, αποκλεισμός ιστοσελίδας, αποκλεισμός συνώνυμα, αποκλεισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αποκλεισμός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αποκλίνω στα ολλανδικά - afwijken, uiteenlopen, verschillen, divergeren, uiteen
  • αποκλείω στα ολλανδικά - verbod, verhoeden, afvoeren, elimineren, uitsluiten, voorkomen, uitschakelen, ...
  • αποκλειστικά στα ολλανδικά - maar, louter, enig, slechts, verlaten, alleen, uitsluitend, ...
  • αποκλειστικός στα ολλανδικά - uitsluitend, exclusief, exclusieve, Exclusive, uitsluitende
Τυχαίες λέξεις
Αποκλεισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verbieden, verbod, uitsluiting, uitzondering, uitgesloten, uitsluiting te, uitsluiten