Aço στα ελληνικά
Μετάφραση: aço, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χάλυβας, ατσάλι, απόκρημνος, ατσαλένιος, απότομος, χάλυβα, σιδήρου και χάλυβα, από χάλυβα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- açafrão στα ελληνικά - κρόκος, σαφράνι, σαφράν, ζαφορά, το σαφράν
- açaime στα ελληνικά - ρύγχος, ρύγχους, στομίου, μουσούδα, φίμωτρο
- açoitar στα ελληνικά - νικώ, δέρνω, χτυπώ, μαστιγώ, μαστιγώνω, μαστιγώσουν, τα μαστιγώσουν
- açor στα ελληνικά - γεράκι, είδος γερακίου, διπλοσάινο, διπλοσάλνου, το γεράκι
Τυχαίες λέξεις
Aço στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χάλυβας, ατσάλι, απόκρημνος, ατσαλένιος, απότομος, χάλυβα, σιδήρου και χάλυβα, από χάλυβα
Μεταφράσεις: χάλυβας, ατσάλι, απόκρημνος, ατσαλένιος, απότομος, χάλυβα, σιδήρου και χάλυβα, από χάλυβα