Αρρώστια στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αρρώστια, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desdenhar, mal, desprezar, doença, doenças, doente, da doença, doença de, a doença
Αρρώστια στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρρώστια

αρρώστια της νιότης, αρρώστια τριανταφυλλιάς, αρρώστια λεμονιάς, αρρώστια φοίνικα, αρρώστια του φιλιού, αρρώστια λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αρρώστια στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αρπακτικότητα στα πορτογαλικά - rapacidade, voracidade, ganância, rapacity, avidez
  • αρραβώνες στα πορτογαλικά - guerrilhar, compromisso, participação, noivado, engajamento, acoplamento, envolvimento
  • αρτηρία στα πορτογαλικά - artéria, arterial, da artéria, artérias, de artéria
  • αρτηριακός στα πορτογαλικά - arterial, arteriais, arterial de, artéria
Τυχαίες λέξεις
Αρρώστια στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: desdenhar, mal, desprezar, doença, doenças, doente, da doença, doença de, a doença