Mal στα ελληνικά
Μετάφραση: mal, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκφοβίζω, άρρωστος, αλγεινός, τρομάζω, οδυνηρός, σατανικός, κακά, κακός, πόνος, άσχημα, αρρώστια, κακό, κακού, το κακό, του κακού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- majestoso στα ελληνικά - μεγαλοπρεπής, ταγματάρχης, μεγαλειώδης, σημαντικός, μαγευτική, μαγευτικό, μεγαλοπρεπή, ...
- major στα ελληνικά - σημαντικός, ταγματάρχης, μείζων, μεγάλες, σημαντική, σημαντικές, μεγάλων
- mala στα ελληνικά - στήθος, τσάντα, βαλίτσα, βαλίτσας, τη βαλίτσα, αποσκευή, η βαλίτσα
- maldizer στα ελληνικά - αυλαία, καταριέμαι, κουρτίνα, κακολογώ
Τυχαίες λέξεις
Mal στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκφοβίζω, άρρωστος, αλγεινός, τρομάζω, οδυνηρός, σατανικός, κακά, κακός, πόνος, άσχημα, αρρώστια, κακό, κακού, το κακό, του κακού
Μεταφράσεις: εκφοβίζω, άρρωστος, αλγεινός, τρομάζω, οδυνηρός, σατανικός, κακά, κακός, πόνος, άσχημα, αρρώστια, κακό, κακού, το κακό, του κακού