Αρωγή στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αρωγή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
capacete, ajuda, servidão, auxiliar, assistir, socorrer, criado, auxílio, socorro, ajudar, auxilio, ajudar a, ajudá
Αρωγή στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρωγή

αρωγή για το λύκειο, αρωγή 12, αρωγή θεσσαλονίκη, αρωγή και ευδοκίμηση, αρωγή λεξικό, αρωγή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αρωγή στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αρχιτεκτονικός στα πορτογαλικά - arquitetônico, arquitectónico, arquitetônica, arquitectura, arquitectónica
  • αρχιφύλακας στα πορτογαλικά - sargento, diretor, guarda, Warden, guardião, carcereiro
  • αρωματικός στα πορτογαλικά - aromático, aromática, aromatic, aromáticos, arom�ico
  • ασάφεια στα πορτογαλικά - vagueza, imprecisão, indefinição, vaguidade, vago
Τυχαίες λέξεις
Αρωγή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: capacete, ajuda, servidão, auxiliar, assistir, socorrer, criado, auxílio, socorro, ajudar, auxilio, ajudar a, ajudá