Ελεεινολογώ στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ελεεινολογώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
deplorar, esgotar, eleeinologo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ελεεινολογώ
ελεεινολογώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ελεεινολογώ στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ελεγειακός στα πορτογαλικά - elegíaco, elegíaca, elegiac, elegíacos, elegia
- ελεγκτής στα πορτογαλικά - verificador, inspector, revisor, contabilista, controlador, controlador de, do controlador, ...
- ελεεινός στα πορτογαλικά - mau, fracasse, lastimável, pobre, miserável, coitado, puído, ...
- ελευθερία στα πορτογαλικά - desentalar, liberdade, livre, soltar, a liberdade, da liberdade, liberdade de
Τυχαίες λέξεις
Ελεεινολογώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: deplorar, esgotar, eleeinologo
Μεταφράσεις: deplorar, esgotar, eleeinologo