Εξαγωγή στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εξαγωγή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
extracção, exportação, explosão, exportar, de exportação, exportações, à exportação
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξαγωγή
εξαγωγή φρονιμίτη κόστος, εξαγωγή επαφών από gmail, εξαγωγή φρονιμίτη καπνισμα, εξαγωγή δόντια, εξαγωγή λαδιού, εξαγωγή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εξαγωγή στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εξαγοράζω στα πορτογαλικά - remir, vermelho, redimir, resgatar, resgate, redeem
- εξαγριώνω στα πορτογαλικά - enfurecer, trair, infringir, indignar, enraivecer, irritar, enrage, ...
- εξαιρετικά στα πορτογαλικά - extremamente, extremo, muito, extrema
- εξαιρετικός στα πορτογαλικά - fora, grande, magno, maiúsculo, excepcional, proeminente, excepcionais
Τυχαίες λέξεις
Εξαγωγή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: extracção, exportação, explosão, exportar, de exportação, exportações, à exportação
Μεταφράσεις: extracção, exportação, explosão, exportar, de exportação, exportações, à exportação