Εξαγωγή στα ολλανδικά

Μετάφραση: εξαγωγή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
export, winning, uitvoeren, exporteren, uitvoer, de uitvoer, bij uitvoer
Εξαγωγή στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξαγωγή

εξαγωγή φρονιμίτη κόστος, εξαγωγή επαφών από gmail, εξαγωγή φρονιμίτη καπνισμα, εξαγωγή δόντια, εξαγωγή λαδιού, εξαγωγή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εξαγωγή στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εξαγοράζω στα ολλανδικά - loskopen, afkopen, vrijkopen, verlossen, aflossen, terugkopen, inwisselen, ...
  • εξαγριώνω στα ολλανδικά - woedend maken, woedend, enrage, kwaad maken, woedend te
  • εξαιρετικά στα ολλανδικά - uiterst, extreem, uitermate, allemachtig, buitengewoon, erg, zeer
  • εξαιρετικός στα ολλανδικά - uitzonderlijk, onbetaald, achterstallig, voornaam, groot, excellent, uitstekend, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξαγωγή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: export, winning, uitvoeren, exporteren, uitvoer, de uitvoer, bij uitvoer