Επικράτηση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: επικράτηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
predomínio, prevalência, prevalência de, a prevalência, prevalências
Επικράτηση στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επικράτηση

επικράτηση english, επικράτηση συνώνυμα, επικράτηση συνώνυμο, επικράτηση του χριστιανισμού, επικράτηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, επικράτηση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • επικουρία στα πορτογαλικά - zelo, ajuda, criado, preocupação, capacete, cuidado, ajudar, ...
  • επικουρικός στα πορτογαλικά - secundário, anexo, filial, acessório, subsidiário, subsidiária, controlada
  • επικρίνω στα πορτογαλικά - criticar, critique, criticam, criticá, critica, crítica
  • επικρατώ στα πορτογαλικά - consideravelmente, lindo, prevalecer, predispor, predominar, preponderar, predominam, ...
Τυχαίες λέξεις
Επικράτηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: predomínio, prevalência, prevalência de, a prevalência, prevalências