Ετήσια στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ετήσια, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ano, anual, anualmente, anuais, por ano
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ετήσια
ετήσια δήλωση δσα, ετήσια κάρτα για όλα τα μέσα, ετήσια έκθεση παραγωγού αποβλήτων 2013, ετήσια αντικειμενική δαπάνη διαβίωσης, ετήσια δήλωση δικηγόρου, ετήσια λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ετήσια στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εσώκλειστο στα πορτογαλικά - cerco, acercar, abranger, incluir, pacote, pacote de, embalagem, ...
- εσώρουχα στα πορτογαλικά - roupa interior, roupa íntima, cueca, roupas íntimas, cuecas
- ετήσιος στα πορτογαλικά - anual, anuário, anuais, anual de, anualmente, homóloga
- εταίρα στα πορτογαλικά - prostituta, cortesã, courtesan, cortesão, cortesãs
Τυχαίες λέξεις
Ετήσια στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ano, anual, anualmente, anuais, por ano
Μεταφράσεις: ano, anual, anualmente, anuais, por ano