Ηλικιωμένος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ηλικιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
idoso, idosos, idosa, pessoas idosas, de idosos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηλικιωμένος
ηλικιωμένος σκύλος, ηλικιωμένος «ξάπλωσε» δημοσιογράφο με μια μπουνιά, ηλικιωμένος αυτοκτόνησε, ηλικιωμένος ονειροκρίτης, ηλικιωμένος ομογενής μοιράζει επιταγές στους 'ελληνες με υπέρογκα ποσά, ηλικιωμένος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ηλικιωμένος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ηλικία στα πορτογαλικά - época, quadra, envelhecer, idade, anos, era, a idade, ...
- ηλικίας στα πορτογαλικά - idade, anos, era, a idade, etária
- ηλιόλουστος στα πορτογαλικά - alegre, jovial, festivo, ensolarado, ensolarada, sol, de sol, ...
- ημερολόγιο στα πορτογαλικά - calendário, acetinar, civil, calendário de, de calendário, agenda
Τυχαίες λέξεις
Ηλικιωμένος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: idoso, idosos, idosa, pessoas idosas, de idosos
Μεταφράσεις: idoso, idosos, idosa, pessoas idosas, de idosos