Ηλικιωμένος στα ρωσικά
Μετάφραση: ηλικιωμένος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
состарившийся, престарелый, пожилой, пожилых, пожилых людей, престарелых, пожилая
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ηλικιωμένος
ηλικιωμένος σκύλος, ηλικιωμένος «ξάπλωσε» δημοσιογράφο με μια μπουνιά, ηλικιωμένος αυτοκτόνησε, ηλικιωμένος ονειροκρίτης, ηλικιωμένος ομογενής μοιράζει επιταγές στους 'ελληνες με υπέρογκα ποσά, ηλικιωμένος λεξικό γλώσσας ρωσικά, ηλικιωμένος στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- ηλικία στα ρωσικά - стареть, плевра, плацента, почка, период, старить, постареть, ...
- ηλικίας στα ρωσικά - состарившийся, престарелый, пожилой, возраст, возраста, Возраст не, век, ...
- ηλιόλουστος στα ρωσικά - солнечный, радостный, веселый, Sunny, солнечная, солнечно, солнечное
- ημερολόγιο στα ρωσικά - опись, летосчисление, указатель, календарь, времяисчисление, месяцеслов, календарь и, ...
Τυχαίες λέξεις
Ηλικιωμένος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: состарившийся, престарелый, пожилой, пожилых, пожилых людей, престарелых, пожилая
Μεταφράσεις: состарившийся, престарелый, пожилой, пожилых, пожилых людей, престарелых, пожилая