Κλίση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κλίση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
talento, aptidão, declive, encosta, ladeira, talude, inclinação
Κλίση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κλίση

κλίση ευθείας, κλίση ονομάτων, κλίση αρχαίων ρημάτων, κλίση του ειμι, κλίση επιθέτων, κλίση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κλίση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κλίμακας στα πορτογαλικά - escala, escama, abrasar, desenho, escalde, escala de, dimensão, ...
  • κλίνω στα πορτογαλικά - declarar, inclinar, declinar, conjugar, liga, declínio, delgado, ...
  • κλαίω στα πορτογαλικά - grito, semanalmente, chorar, semanal, clamor, choro, grito de
  • κλαγγή στα πορτογαλικά - tinido, som estridente, clang, bumbum, clangor
Τυχαίες λέξεις
Κλίση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: talento, aptidão, declive, encosta, ladeira, talude, inclinação