Κούρεμα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κούρεμα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corte de cabelo, haircut, corte, margem de, o corte de cabelo
Κούρεμα στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κούρεμα

κούρεμα 2014, κούρεμα ομολόγων, κούρεμα χρέους, κούρεμα ανδρικό, κούρεμα σκύλων, κούρεμα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κούρεμα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κούπα στα πορτογαλικά - caneca, mug, caneca de, caneca do, a caneca
  • κούραση στα πορτογαλικά - fatiga, cansaço, cansar, fatigar, pai, estafar, fadiga, ...
  • κούρνια στα πορτογαλικά - poleiro, vara, perca, percas, perch
  • κούρσα στα πορτογαλικά - carro, automóveis, auto, automóvel, vagão, corrida, raça, ...
Τυχαίες λέξεις
Κούρεμα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: corte de cabelo, haircut, corte, margem de, o corte de cabelo