Λειαίνω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: λειαίνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
safar, raspar, desempenar, aplainar, polir, alisar, laminar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λειαίνω
λειαίνω συνώνυμα, λειαίνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λειαίνω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- λεηλασία στα πορτογαλικά - saque, despedimento, demissão, despedida, sacking
- λεηλατώ στα πορτογαλικά - pilhar, roubar, pilhagem, ameixa, saltear, incursão, investida, ...
- λειτουργία στα πορτογαλικά - actuar, funcionar, ofício, cargo, fim, alvo, função, ...
- λειτουργικός στα πορτογαλικά - funcional, funcionais, funcional de
Τυχαίες λέξεις
Λειαίνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: safar, raspar, desempenar, aplainar, polir, alisar, laminar
Μεταφράσεις: safar, raspar, desempenar, aplainar, polir, alisar, laminar