Λόγος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: λόγος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
raciocinar, causa, razoabilidade, razão, móvel, motivo, razões, motivos, razão pela
Λόγος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λόγος

λόγος 25η μαρτίου, λόγος αντίθεσης mega, λόγος ευθύνης, λόγος των κυκλάδων, λόγος της πέλλας, λόγος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λόγος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • λωρίδα στα πορτογαλικά - paisagem, pista, beco, tira, faixa, tira de, Strip, ...
  • λόγιος στα πορτογαλικά - estudioso, erudito, scholar, acadêmico, escolar
  • λόγχη στα πορτογαλικά - lança, Lance, lança de, da lança, lan�
  • λόμπι στα πορτογαλικά - entrada, vestíbulo, átrio, saguão, hall de entrada
Τυχαίες λέξεις
Λόγος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: raciocinar, causa, razoabilidade, razão, móvel, motivo, razões, motivos, razão pela