Μακέτα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: μακέτα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
modelação, moldar, plasmar, modelar, modelos, moda, modo, modalidade, modelo, modelo de, do modelo
Μακέτα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μακέτα

μακέτα επαγγελματικής κάρτας, μακέτα ελληνικού, μακέτα ελληνικό, μακέτα σπιτιού, μακέτα τρένου, μακέτα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μακέτα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • μακάβριος στα πορτογαλικά - lúgubre, sinistro, escabroso, lurid, lúrido
  • μακάρι στα πορτογαλικά - sábio, pretender, pretensão, desejo, querer, desejar, anseio, ...
  • μακαρονάδα στα πορτογαλικά - linchar, macarrão, espaguete, spaghetti, esparguete, espaguetes
  • μακαρόνι στα πορτογαλικά - macarrão, Macaroni, massas, de macarrão, do macarrão
Τυχαίες λέξεις
Μακέτα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: modelação, moldar, plasmar, modelar, modelos, moda, modo, modalidade, modelo, modelo de, do modelo