Μακέτα στα ουκρανικά

Μετάφραση: μακέτα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
метод, краєвид, засіб, фасон, мода, спосіб, звичай, модель, улюблену модель
Μακέτα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μακέτα

μακέτα επαγγελματικής κάρτας, μακέτα ελληνικού, μακέτα ελληνικό, μακέτα σπιτιού, μακέτα τρένου, μακέτα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μακέτα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μακάβριος στα ουκρανικά - жахливий, спокуси, кепський, блідий
  • μακάρι στα ουκρανικά - наймудріший, бажаю, хочу, желаю, зичу
  • μακαρονάδα στα ουκρανικά - макака, макарони, спагетті, спагеті, спагетти
  • μακαρόνι στα ουκρανικά - макарони
Τυχαίες λέξεις
Μακέτα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: метод, краєвид, засіб, фасон, мода, спосіб, звичай, модель, улюблену модель