Subsequente στα ελληνικά
Μετάφραση: subsequente, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατόπιν, μεταγενέστερα, μεταγενέστερος, μετέπειτα, μεταγενέστερες, επακόλουθη, μεταγενέστερη, επακόλουθες
Μεταφράσεις
- subscritor στα ελληνικά - συνδρομή, συνδρομητής, συνδρομητή, συνδρομητών, συνδρομητού, του συνδρομητή
- subscrição στα ελληνικά - συνδρομή, μεταγενέστερος, εγγραφή, εγγραφής, συνδρομής, την εγγραφή
- subsequentemente στα ελληνικά - μεταγενέστερα, κατόπιν, ακολούθως, στη συνέχεια, συνέχεια, εν συνεχεία
- subsidiar στα ελληνικά - επιδότηση, επιχορήγηση, επιδοτούν, επιδοτήσει, επιδοτήσουν, επιδοτεί
Τυχαίες λέξεις
Subsequente στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατόπιν, μεταγενέστερα, μεταγενέστερος, μετέπειτα, μεταγενέστερες, επακόλουθη, μεταγενέστερη, επακόλουθες
Μεταφράσεις: κατόπιν, μεταγενέστερα, μεταγενέστερος, μετέπειτα, μεταγενέστερες, επακόλουθη, μεταγενέστερη, επακόλουθες