Μιζέρια στα πορτογαλικά

Μετάφραση: μιζέρια, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
miséria, miserável, pobreza, derrame, sofrimento, a miséria, infelicidade, desgraça
Μιζέρια στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μιζέρια

μιζέρια λεξικό, μιζέρια ακλονητος, μιζέρια ετυμολογία, πόρκα μιζέρια, μιζέρια wiki, μιζέρια λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, μιζέρια στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • μηχανουργός στα πορτογαλικά - maquinista, Operador, Machinist, mecânico, Operário
  • μιαίνω στα πορτογαλικά - contaminar, poluir, poluem, polui, polua
  • μικραίνω στα πορτογαλικά - diminua, amainar, acanhar, menos, dimensão, abreviar, falta, ...
  • μικροποσότητα στα πορτογαλικά - gota, pingo, alíquota, aliquota, al�uota, alíquota de, ali quota
Τυχαίες λέξεις
Μιζέρια στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: miséria, miserável, pobreza, derrame, sofrimento, a miséria, infelicidade, desgraça