Μιζέρια στα ουκρανικά
Μετάφραση: μιζέρια, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
незадоволений, скнари, злидні, убогість, бідність, вбогість, злиденність
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μιζέρια
μιζέρια λεξικό, μιζέρια ακλονητος, μιζέρια ετυμολογία, πόρκα μιζέρια, μιζέρια wiki, μιζέρια λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μιζέρια στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- μηχανουργός στα ουκρανικά - механообробна, машиніст, машинист, машиніста
- μιαίνω στα ουκρανικά - заражати, розкладати, оскверняти, псувати, забруднювати, забруднюватиме
- μικραίνω στα ουκρανικά - скоротіться, принижувати, ослабляти, зменшити, наймачі, послабляти, вкорочувати, ...
- μικροποσότητα στα ουκρανικά - цівка, аліквоту
Τυχαίες λέξεις
Μιζέρια στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: незадоволений, скнари, злидні, убогість, бідність, вбогість, злиденність
Μεταφράσεις: незадоволений, скнари, злидні, убогість, бідність, вбогість, злиденність