Μιζέρια στα δανικά

Μετάφραση: μιζέρια, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fattigdom, elendighed, elendigheden, ulykke, lidelser
Μιζέρια στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μιζέρια

μιζέρια λεξικό, μιζέρια ακλονητος, μιζέρια ετυμολογία, πόρκα μιζέρια, μιζέρια wiki, μιζέρια λεξικό γλώσσας δανικά, μιζέρια στα δανικά

Μεταφράσεις

  • μηχανουργός στα δανικά - maskinist, maskinarbejder, machinist, maskinarbejderen, maskinbrugeren
  • μιαίνω στα δανικά - forurener, forurene, at forurene, forurenes
  • μικραίνω στα δανικά - aftagende, retur, aftage, daler, i aftagende
  • μικροποσότητα στα δανικά - portion, alikvot, aliquot, prøve, alikvote
Τυχαίες λέξεις
Μιζέρια στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fattigdom, elendighed, elendigheden, ulykke, lidelser