Ξυλεία στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ξυλεία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mata, florestas, floresta, madeira, inclinação, de madeira, da madeira, madeiras, a madeira
Ξυλεία στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξυλεία

ξυλεία λάρισα, ξυλεία καστανιάς, ξυλεία πρακτικερ, ξυλεία πάτρα, ξυλεία στέγης, ξυλεία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ξυλεία στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ξιφολόγχη στα πορτογαλικά - baioneta, de baioneta, tipo baioneta, da baioneta, bayonet
  • ξοδεύω στα πορτογαλικά - gastar, período, passar, gastam, passam, gasta
  • ξυλώδης στα πορτογαλικά - arborizado, Woody, lenhosa, lenhosas, amadeirado
  • ξυπνώ στα πορτογαλικά - ágil, despertar, alerta, acordar, acorde, acorda, acordá
Τυχαίες λέξεις
Ξυλεία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: mata, florestas, floresta, madeira, inclinação, de madeira, da madeira, madeiras, a madeira