Προστυχιά στα πορτογαλικά
Μετάφραση: προστυχιά, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
baixeza, lowness, inferioridade, humildade, vileza
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προστυχιά
προστυχιά λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, προστυχιά στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- προστριβή στα πορτογαλικά - afligir, fricção, desafinar, atrito, de atrito, de fricção, o atrito
- προστυχαίνω στα πορτογαλικά - morte, rebaixar, prostychaino
- προσυπογράφω στα πορτογαλικά - rubricar, assinar, referendar, apor, também assinar
- προσφέρω στα πορτογαλικά - subordinado, parlamentar, subscrever, remunerar, oferta, oferecer, subordinar, ...
Τυχαίες λέξεις
Προστυχιά στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: baixeza, lowness, inferioridade, humildade, vileza
Μεταφράσεις: baixeza, lowness, inferioridade, humildade, vileza