Πόλεμος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: πόλεμος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
anseio, queira, guerra, querer, a guerra, de guerra, da guerra, guerra de
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πόλεμος
πόλεμος πατήρ πάντων, πόλεμος των ρόδων, πόλεμος βιετνάμ, πόλεμος 1897, πόλεμος και ειρήνη, πόλεμος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πόλεμος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- πόζα στα πορτογαλικά - pose, representam, representar, colocar, colocam
- πόθος στα πορτογαλικά - volúpia, sensualidade, ânsia, saudade, anelo, anseio, desejo
- πόλη στα πορτογαλικά - município, metrópoles, torre, metrópole, cidade, vila, da cidade, ...
- πόνος στα πορτογαλικά - nocividade, balde, mal, doer, dor, acabrunhar, a dor, ...
Τυχαίες λέξεις
Πόλεμος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: anseio, queira, guerra, querer, a guerra, de guerra, da guerra, guerra de
Μεταφράσεις: anseio, queira, guerra, querer, a guerra, de guerra, da guerra, guerra de