Geralmente στα ελληνικά
Μετάφραση: geralmente, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεννοβολώ, σφετερίζομαι, συνήθως, παράγω, γενικά, γεννώ, που συνήθως, κανόνα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- geometria στα ελληνικά - γεωμετρία, γεωμετρίας, τη γεωμετρία, γεωμετρία του, η γεωμετρία
- geral στα ελληνικά - στρατηγός, γενικός, γενική, γενικό, γενικού, γενικές
- geração στα ελληνικά - ανοιχτοχέρης, γενναιόδωρος, γενιά, γενεά, παραγωγή, γενιάς, παραγωγής
- gere στα ελληνικά - γεννοβολώ, παράγω, γενιά, γεννώ, διαχειρίζεται, κατάφερε, καταφέρνει, ...
Τυχαίες λέξεις
Geralmente στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεννοβολώ, σφετερίζομαι, συνήθως, παράγω, γενικά, γεννώ, που συνήθως, κανόνα
Μεταφράσεις: γεννοβολώ, σφετερίζομαι, συνήθως, παράγω, γενικά, γεννώ, που συνήθως, κανόνα