Υπεροχή στα πορτογαλικά

Μετάφραση: υπεροχή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
superioridade, a superioridade, de superioridade, superiority, superioridade de
Υπεροχή στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: υπεροχή

υπεροχή συνωνυμο, υπεροχή συνώνυμα, υπεροχή αντίθετο, υπεροχή english, υπεροχή μεταφραση, υπεροχή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, υπεροχή στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • υπερνικώ στα πορτογαλικά - superar, sobrepujar, vencer, ultrapassar, superação
  • υπεροπτικός στα πορτογαλικά - soberbo, arrogante, impertinente, ufano, altivo, altiva, haughty
  • υπεροψία στα πορτογαλικά - arrogância, a arrogância, soberba, prepotência, arrogance
  • υπερπληθυσμός στα πορτογαλικά - superpopulação, overpopulation, a superpopulação, sobrepopulação, da superpopulação
Τυχαίες λέξεις
Υπεροχή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: superioridade, a superioridade, de superioridade, superiority, superioridade de