Ορειβάτης στα ρωσικά
Μετάφραση: ορειβάτης, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
честолюбец, альпинист, карьерист, горец, альпинистка, Mountaineer, альпинистом, горца
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ορειβάτης
ορειβάτης του δρόμου, ορειβάτης γιάννενα, ορειβάτησ ιωάννινα, ορειβάτησ στα πιέρια, ορειβάτης στα γιάννενα, ορειβάτης λεξικό γλώσσας ρωσικά, ορειβάτης στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- οργώνω στα ρωσικά - бороздить, пахать, пашня, плуг, сошник, взрывать, снегоочиститель, ...
- ορδή στα ρωσικά - орава, орда, банда, шайка, полчище, стая
- ορειβασία στα ρωσικά - альпинизм, восхождение, скалолазание, восхождения, скалолазная
- ορεινός στα ρωσικά - гористый, громадный, горный, нагорный, горная, горной, гористая
Τυχαίες λέξεις
Ορειβάτης στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: честолюбец, альпинист, карьерист, горец, альпинистка, Mountaineer, альпинистом, горца
Μεταφράσεις: честолюбец, альпинист, карьерист, горец, альпинистка, Mountaineer, альпинистом, горца