Κορυφώνω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: κορυφώνω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
врвот, кулминира, заврши, ќе заврши, кулминира и
Κορυφώνω στα σλαβομακεδονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κορυφώνω

καρφώνω συνώνυμο, κορυφώνω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, κορυφώνω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • κορυφαίος στα σλαβομακεδονικά - врвот, топ, горниот, првите, врвни
  • κορυφογραμμή στα σλαβομακεδονικά - гребен, билото, RIDGE, срт, сртот
  • κορόνα στα σλαβομακεδονικά - врвот, круната, круна, венец, корона
  • κορώνα στα σλαβομακεδονικά - врвот, круната, короната, корона, крошна, Corona
Τυχαίες λέξεις
Κορυφώνω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: врвот, кулминира, заврши, ќе заврши, кулминира и