Συνορεύω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: συνορεύω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
подпора, допира
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνορεύω
συνορεύω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, συνορεύω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- συνομιλώ στα σλαβομακεδονικά - разговор, разговор за, ток, зборува, за разговор
- συνομοσπονδία στα σλαβομακεδονικά - конфедерација, конфедерацијата, конфедерација на, Сојузот
- συνουσία στα σλαβομακεδονικά - копулација, односи, секс, однос, сексуален однос
- συνοφρυώνομαι στα σλαβομακεδονικά - намуртено, разбеснувам, намуртува, се намуртува
Τυχαίες λέξεις
Συνορεύω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: подпора, допира
Μεταφράσεις: подпора, допира