Συνορεύω στα τούρκικα

Μετάφραση: συνορεύω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dayanmak, abut, dayanacak, dayandığı, bitişik olmak
Συνορεύω στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνορεύω

συνορεύω λεξικό γλώσσας τούρκικα, συνορεύω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • συνομιλώ στα τούρκικα - zıt, aksi, konuşma, konuşmak, tartışma, talk, konuş
  • συνομοσπονδία στα τούρκικα - konfederasyon, konfederasyonu, konfederasyonun, konfederasyona, konfederasyondur
  • συνουσία στα τούρκικα - ilişki, cinsel, cinsel ilişki, birleşme, ilişkide
  • συνοφρυώνομαι στα τούρκικα - kaşlarını çatmak, kaşlarını, kaş çatma, kaş çatışı, hoşgörmemek
Τυχαίες λέξεις
Συνορεύω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: dayanmak, abut, dayanacak, dayandığı, bitişik olmak