Χτυπώ στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: χτυπώ, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пулсот, штрајкот, Сват, долината Сват, напад, во Сват
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χτυπώ
χτυπώ κάρτα, χτυπώ ονειροκριτης, χτυπώ νεκροί κι ανοίξτε μου, χτυπώ ή χτυπώ, χτυπώ συνώνυμα, χτυπώ λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, χτυπώ στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- χτενίζω στα σλαβομακεδονικά - чешелот, чешел, чешла, саќе, гребен, чешел за
- χτυπητήρι στα σλαβομακεδονικά - тупалка, шампион
- χτύπημα στα σλαβομακεδονικά - судрат, се судрат, bump, да се судрат
- χυδαίος στα σλαβομακεδονικά - вулгарна, вулгарен, вулгарни, вулгарно, вулгарниот
Τυχαίες λέξεις
Χτυπώ στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: пулсот, штрајкот, Сват, долината Сват, напад, во Сват
Μεταφράσεις: пулсот, штрајкот, Сват, долината Сват, напад, во Сват