Bota στα ελληνικά
Μετάφραση: bota, Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
σουηδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλατίζω, θεραπεύω, καπνίζω, επουλώνω, γιατρεύω, επουλώνομαι, παστώνω, θεραπεία, Cure, Βουλκανισμός, τη θεραπεία, σκλήρυνσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- boskap στα ελληνικά - ζώα, κτηνοτροφία, Κτηνοτροφικά, ζώα Αναπαραγωγής, Κτηνοτροφίας
- bostad στα ελληνικά - στέγαση, κατοικία, σπίτι, κατάλυμα, περίβλημα, στέγασης, κατοικιών, ...
- botanik στα ελληνικά - βοτανικός, Βοτανικό, Βοτανικοί, Βοτανικού, Botanical
- botaniker στα ελληνικά - βοτανολόγοι, βοτανολόγους, βοτανολόγων, οι βοτανολόγοι, βοτανικοί
Τυχαίες λέξεις
Bota στα ελληνικά - Λεξικό: σουηδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλατίζω, θεραπεύω, καπνίζω, επουλώνω, γιατρεύω, επουλώνομαι, παστώνω, θεραπεία, Cure, Βουλκανισμός, τη θεραπεία, σκλήρυνσης
Μεταφράσεις: αλατίζω, θεραπεύω, καπνίζω, επουλώνω, γιατρεύω, επουλώνομαι, παστώνω, θεραπεία, Cure, Βουλκανισμός, τη θεραπεία, σκλήρυνσης