Δοκίμια στα σουηδικά
Μετάφραση: δοκίμια, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
essäer, uppsatser, uppsats
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δοκίμια
δοκίμια γ λυκείου, δοκίμια πολιτικής, δοκίμια για τη φιλία, δοκίμια για την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων, δοκίμια σκυροδέματος, δοκίμια λεξικό γλώσσας σουηδικά, δοκίμια στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- δοιάκι στα σουηδικά - roder, tiller, rorkulten, manöverarmen, rorkult, styr
- δοκάρι στα σουηδικά - lodrät, renhårig, stolpe, plats, påle, post, rak, ...
- δοκίμιο στα σουηδικά - bevis, bevis på, bevis för, säker
- δοκιμάζω στα σουηδικά - prövning, pröva, smaka, prov, försöka, försök, prova, ...
Τυχαίες λέξεις
Δοκίμια στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: essäer, uppsatser, uppsats
Μεταφράσεις: essäer, uppsatser, uppsats