Επιληπτικός στα σουηδικά
Μετάφραση: επιληπτικός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
epileptisk, epileptiska, epileptiskt, epileptiker, epilepsi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιληπτικός
επιληπτικός σκύλος, επιληπτικός λεξικό γλώσσας σουηδικά, επιληπτικός στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- επιλέγω στα σουηδικά - välja, utvälja, väljer, välj, väljer du, välja bland
- επιλεκτικός στα σουηδικά - selektiv, selektiva, selektivt
- επιληψία στα σουηδικά - epilepsi, av epilepsi, epilepsin, epilepsy
- επιλογή στα σουηδικά - alternativ, val, valfrihet, urval, valmöjlighet, alternativet, möjlighet, ...
Τυχαίες λέξεις
Επιληπτικός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: epileptisk, epileptiska, epileptiskt, epileptiker, epilepsi
Μεταφράσεις: epileptisk, epileptiska, epileptiskt, epileptiker, epilepsi