Görev στα ελληνικά
Μετάφραση: görev, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθήκον, κατάληψη, επάγγελμα, κατοχή, δουλειά, παρατάσσω, εργασία, επενδύω, ρυτίδα, αποστολή, δουλεύω, επιχείρηση, γραφείο, εργάζομαι, γραμμή, δουλειές, έργο, αποστολής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gönüllü στα ελληνικά - εθελοντικός, εθελοντική, εθελοντικές, εθελοντικής, εθελοντικών
- göreli στα ελληνικά - συγγενής, σχετικός, σχετική, σχέση, σε σχέση
- görkemli στα ελληνικά - φανταστικός, ένδοξος, έξοχος, έξοχα, λαμπερός, εξαίσιος, υπέροχος, ...
- görmek στα ελληνικά - άποψη, θέα, ενόψει, όψη, προβολή
Τυχαίες λέξεις
Görev στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθήκον, κατάληψη, επάγγελμα, κατοχή, δουλειά, παρατάσσω, εργασία, επενδύω, ρυτίδα, αποστολή, δουλεύω, επιχείρηση, γραφείο, εργάζομαι, γραμμή, δουλειές, έργο, αποστολής
Μεταφράσεις: καθήκον, κατάληψη, επάγγελμα, κατοχή, δουλειά, παρατάσσω, εργασία, επενδύω, ρυτίδα, αποστολή, δουλεύω, επιχείρηση, γραφείο, εργάζομαι, γραμμή, δουλειές, έργο, αποστολής