Καθελκύω στα τούρκικα

Μετάφραση: καθελκύω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kurmak, başlatıldı, başlatılır, başlatıldığında, piyasaya sürüldü, başlatılan
Καθελκύω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθελκύω

καθελκύω σημασια, καθελκύω λεξικό γλώσσας τούρκικα, καθελκύω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • καθαριστής στα τούρκικα - temizleyici, arıtıcı, arıtma, temizleme, temizleme cihazı
  • καθαρός στα τούρκικα - temiz, saf, boş, temizlemek, açık, net, berrak, ...
  • καθεστώς στα τούρκικα - hükümet, rejim, rejimi, rejiminin, rejimin
  • καθετήρας στα τούρκικα - sonda, kateter, kateteri, kateterin, katater
Τυχαίες λέξεις
Καθελκύω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kurmak, başlatıldı, başlatılır, başlatıldığında, piyasaya sürüldü, başlatılan