Yakıt στα ελληνικά

Μετάφραση: yakıt, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καύσιμα, τροφοδοτώ, καύσιμο, καυσίμου, καυσίμων, των καυσίμων
Yakıt στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • yakut στα ελληνικά - ρουμπίνι, Ruby, ρουμπινί, ρουμπινιού, το ρουμπίνι
  • yakınlık στα ελληνικά - εγγύτητα, εγγύτητας, κοντά, απόσταση, γειτνίαση
  • yakışıklı στα ελληνικά - όμορφος, όμορφο, ωραίος, όμορφου
  • yakışıksız στα ελληνικά - απαράδεκτος
Τυχαίες λέξεις
Yakıt στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: καύσιμα, τροφοδοτώ, καύσιμο, καυσίμου, καυσίμων, των καυσίμων