Κρατώ στα τούρκικα

Μετάφραση: κρατώ, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kulp, gecikme, durdurmak, dayanmak, sap, tehir, geçim, korumak, tutmak, tutun, basılı tutun, sahip, tuşunu basılı tutun
Κρατώ στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κρατώ

κρατώ αγγλικά, κρατώ παράγωγα, κρατώ το ίσο, κρατώ σε απόσταση, κρατώ κλίση, κρατώ λεξικό γλώσσας τούρκικα, κρατώ στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • κραταιός στα τούρκικα - güçlü, kuvvetli, etkili, kudretli, güçlü bir, büyük, mighty
  • κρατημένος στα τούρκικα - Held, Elde Tutulan, Tutulan, Vadeye, Elde Tutulacak
  • κραυγάζω στα τούρκικα - feryat, bağırmak, çığlık, haykırmak, haykıracak, exclaim, haykırıyorum
  • κραυγή στα τούρκικα - haykırmak, çığlık, feryat, bağırmak, ağlamak, ses, haykırış, ...
Τυχαίες λέξεις
Κρατώ στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kulp, gecikme, durdurmak, dayanmak, sap, tehir, geçim, korumak, tutmak, tutun, basılı tutun, sahip, tuşunu basılı tutun