Κρατώ στα δανικά

Μετάφραση: κρατώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bevare, holde, støtte, få, beholde, hold, holder, afholde, at holde
Κρατώ στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κρατώ

κρατώ αγγλικά, κρατώ παράγωγα, κρατώ το ίσο, κρατώ σε απόσταση, κρατώ κλίση, κρατώ λεξικό γλώσσας δανικά, κρατώ στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κραταιός στα δανικά - mægtige, mægtig, vældige, mægtigt, vældig
  • κρατημένος στα δανικά - Held, Afholdt, Tilbageholdte, Holdt, indehaves
  • κραυγάζω στα δανικά - råbe, skrige, udbryde, udbryder, at udbryde, udbrød
  • κραυγή στα δανικά - skrig, råbe, skrige, græde, råb, cry, råbet
Τυχαίες λέξεις
Κρατώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bevare, holde, støtte, få, beholde, hold, holder, afholde, at holde