Küre στα ελληνικά

Μετάφραση: küre, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κτήση, αρένα, κουβάρι, μπάλα, τομέας, χωράφι, πεδίο, αρμοδιότητα, περιοχή, κυριαρχία, τροχιά, υφήλιος, σφαίρα, τομέα, σφαίρας, χώρο
Küre στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • küp στα ελληνικά - φραγμός, κύβος, στηρίγματα, κύβο, κύβου, κύβων, κύβους
  • kür στα ελληνικά - αλατίζω, αποκαθιστώ, παστώνω, θεραπεύω, επανορθώνω, καπνίζω, θεραπεία, ...
  • kürek στα ελληνικά - κουπί, φτυάρι, φτυαριστές, φτυαριού, φτυάρι για
  • küresel στα ελληνικά - σφαιρικός, σφαιρικό, σφαιρικά, σφαιρική, σφαιρικών
Τυχαίες λέξεις
Küre στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: κτήση, αρένα, κουβάρι, μπάλα, τομέας, χωράφι, πεδίο, αρμοδιότητα, περιοχή, κυριαρχία, τροχιά, υφήλιος, σφαίρα, τομέα, σφαίρας, χώρο