Λαθρέμπορος στα τούρκικα
Μετάφραση: λαθρέμπορος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaçakçı, kaçakçısı, smuggler, bir kaçakçı, kaçakçının
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαθρέμπορος
ο λαθρέμπορος, λαθρέμπορος λεξικό γλώσσας τούρκικα, λαθρέμπορος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- λαγωνικό στα τούρκικα - tazı, Bloodhound, kan tazısı, takipçi polis görevlisi rolünde, dedektif
- λαγός στα τούρκικα - tavşan, hare, hace, yabani tavşan, tavşanı
- λαθρεμπόριο στα τούρκικα - kaçakçılık, kaçakçılığı, kaçakçılığın, kaçakçılığının, kaçakç
- λαθροκυνηγός στα τούρκικα - pişiriciler, Kaçak avcılar, Poachers, The Poachers
Τυχαίες λέξεις
Λαθρέμπορος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kaçakçı, kaçakçısı, smuggler, bir kaçakçı, kaçakçının
Μεταφράσεις: kaçakçı, kaçakçısı, smuggler, bir kaçakçı, kaçakçının