Μέσα στα τούρκικα
Μετάφραση: μέσα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
içinde, içeride, iç, mesafede olan, içerisinde, mesafede, içindeki
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μέσα
μέσα σου βρίσκομαι στίχοι, μέσα σου βρίσκομαι, μέσα μαζικής ενημέρωσης, μέσα μεταφοράς, μέσα από τις φλόγες, μέσα λεξικό γλώσσας τούρκικα, μέσα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- μέρισμα στα τούρκικα - kâr payı, temettü, kar, kâr, kar payı
- μέρος στα τούρκικα - durum, leke, memuriyet, ev, yurt, kompartıman, meydan, ...
- μέση στα τούρκικα - merkez, orta, ara, bel, bil, bir bel
- μέσο στα τούρκικα - araç, araçları, aracı, araçlar, anlamına gelir
Τυχαίες λέξεις
Μέσα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: içinde, içeride, iç, mesafede olan, içerisinde, mesafede, içindeki
Μεταφράσεις: içinde, içeride, iç, mesafede olan, içerisinde, mesafede, içindeki