Μέσα στα ουκρανικά

Μετάφραση: μέσα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
удержати, утримуватися, прибережний, утримувати, утримати, в, у, до, на
Μέσα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μέσα

μέσα σου βρίσκομαι στίχοι, μέσα σου βρίσκομαι, μέσα μαζικής ενημέρωσης, μέσα μεταφοράς, μέσα από τις φλόγες, μέσα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μέσα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μέρισμα στα ουκρανικά - дивіденд
  • μέρος στα ουκρανικά - точка, відсік, примирення, пляма, простір, купе, місце, ...
  • μέση στα ουκρανικά - віз, звалище, смітник, талія, талия
  • μέσο στα ουκρανικά - підлість, кошти, засоби, засобу, гроші, засіб
Τυχαίες λέξεις
Μέσα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: удержати, утримуватися, прибережний, утримувати, утримати, в, у, до, на