Πόνος στα τούρκικα

Μετάφραση: πόνος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
acı, sızlamak, acımak, ağrımak, azar, ıstırap, dert, ağrı, ağrısı, a¤r, ağrının
Πόνος στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πόνος

πόνος στο αυτί, πόνος στο γόνατο, πόνος στα νεφρά, πόνος στο μαστό, πόνος στο στήθος, πόνος λεξικό γλώσσας τούρκικα, πόνος στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • πόλεμος στα τούρκικα - savaş, savaşı, War, savaşın
  • πόλη στα τούρκικα - kent, kasaba, başkent, şehir, İl
  • πόρθηση στα τούρκικα - ayartma, porthisi
  • πόρνη στα τούρκικα - orospu, fahişe, whore, kaltak, orospusu
Τυχαίες λέξεις
Πόνος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: acı, sızlamak, acımak, ağrımak, azar, ıstırap, dert, ağrı, ağrısı, a¤r, ağrının