Ühendav στα ελληνικά
Μετάφραση: ühendav, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνδετικός, σύνδεση, τη σύνδεση, συνδέει, που συνδέει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- homoloogiline στα ελληνικά - ομόλογος, ομόλογο, ομόλογες, ομόλογη, ομόλογου
- kollokvium στα ελληνικά - Διημερίδα, Ημερίδα, Colloquium, συνέδριο, Συνεδρίου
- mu στα ελληνικά - μου, My, δικό μου, Το δικό μου
Τυχαίες λέξεις
Ühendav στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνδετικός, σύνδεση, τη σύνδεση, συνδέει, που συνδέει
Μεταφράσεις: συνδετικός, σύνδεση, τη σύνδεση, συνδέει, που συνδέει