Üldistus στα ελληνικά
Μετάφραση: üldistus, Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
εσθονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεωρητικός, γενίκευση, γενικότητα, γενίκευσης, τη γενίκευση, η γενίκευση
Μεταφράσεις
- assimileerima στα ελληνικά - εξομοιώνω, αφομοίωση, αφομοίωσης, εξομοίωσης, εξομοίωση, την αφομοίωση
- barbar στα ελληνικά - βάρβαρος, βαρβαρικές, βαρβάρων, βαρβαρικών, βάρβαρο
- domineerimine στα ελληνικά - κυριαρχία, κυριαρχίας, την κυριαρχία, της κυριαρχίας, επικράτηση
- illustraator στα ελληνικά - εικονογράφος, Illustrator, εικονογράφο, το Illustrator, του Illustrator
Τυχαίες λέξεις
Üldistus στα ελληνικά - Λεξικό: εσθονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεωρητικός, γενίκευση, γενικότητα, γενίκευσης, τη γενίκευση, η γενίκευση
Μεταφράσεις: θεωρητικός, γενίκευση, γενικότητα, γενίκευσης, τη γενίκευση, η γενίκευση